- ἀλσοκομέω
- ἀλσο-κομέω,A to be keeper of a grove or precinct:—also [suff] ἀλσο-κομία, ἡ; ἀλσοκομικός, ή, όν, (ἀλσοκομική, ἡ, sc. τέχνη). Adv.A
-κῶς Poll.7.141
:— [suff] ἀλσο-κόμος, ὁ, ib. 140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.